διλογία

διλογία
η (AM διλογία) [δίλογος]
1. επανάληψη λέξης ή φράσης (και ως ρητορικό σχήμα)
νεοελλ.
1. διφορούμενη, αμφίβολη έννοια λόγου
2. θεατρικό έργο που απαρτίζεται από δύο ξεχωριστά δράματα ή έχει διπλή υπόθεση
αρχ.
αντίφαση στα λόγια, διφασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διλογία — διλογίᾱ , διλογία repetition fem nom/voc/acc dual διλογίᾱ , διλογία repetition fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διλογίας — διλογίᾱς , διλογία repetition fem acc pl διλογίᾱς , διλογία repetition fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διλογίαν — διλογίᾱν , διλογία repetition fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διλογίαις — διλογία repetition fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Zweiteiler — Ein Zweiteiler (selten auch Dilogie, von altgriech. διλογία dilogía – δι di „zwei“, „doppelt“, und λόγος lógos „Wort“) ist eine Folge von zwei zusammengehörenden künstlerischen Werken (Dramen, Kompositionen, Buchbänden, Filmen o. ä.).… …   Deutsch Wikipedia

  • dilogía — (Del gr. dis, dos + logos, palabra, tratado.) ► sustantivo femenino RETÓRICA Palabra o expresión con doble sentido y que se usa en el mismo enunciado. SINÓNIMO ambigüedad * * * dilogía (del lat. «dilogĭa», del gr. «dilogía») f. *Ambigüedad. * * * …   Enciclopedia Universal

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • διφασία — η (Α διφασία) αντίφαση στα λόγια, διλογία …   Dictionary of Greek

  • Ριντ, Τόμας Μέιν — (Reid, 1818 – 1883). Άγγλος συγγραφέας. Το 1838 μετανάστευσε στις ΗΠΑ όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Πήρε επίσης μέρος στον πόλεμο των Αμερικανών με τους Μεξικανούς (1846 48). Το 1849 γύρισε στην Ευρώπη και το 1850 κυκλοφόρησε το… …   Dictionary of Greek

  • dilogía — (Del lat. dilogĭa, y este del gr. διλογία). f. Uso de una palabra con dos significados distintos dentro del mismo enunciado …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”